- μισοφιλολόγους
- μισοφιλόλογοςhating literaturemasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μισοφιλόλογος — μισοφιλόλογος, ον (Α) αυτός που μισεί τη φιλολογία («πάντας ὑμᾱς τοὺς φιλοσόφους μισῶ, μισοφιλολόγους ὄντας», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + φιλόλογος] … Dictionary of Greek